- σαπροῦ
- σαπρόςrottenmasc/neut gen sgσαπρόωpres imperat mp 2nd sgσαπρόωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гноиныи — (10) пр. 1. Гнойный, гноящийся: пьси же мимоходѩще. видѩще и тако гно(і)на. гнои съ кръвию текѹще ѿ ѹдовъ ѥго. СбТр ХІІ/ХІІІ, 4 об.; самого ѹ˫азви на гноищи. гноина. и острупована повьрже. Пр 1383, 60в; ˫Акоже мѹхы сдрава˫а ѹдеса прелѣтають, а къ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σαπρία — η, ΝΑ [σαπρός] η κατάσταση τού σαπρού, σήψη, σαπίλα νεοελλ. μτφ. ηθική αποσύνθεση, διαφθορά … Dictionary of Greek
σαπρότητα — η / σαπρότης, ητος, ΝΑ [σαπρός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού σαπρού, σήψη, σαπίλα νεοελλ. μτφ. ηθικός ξεπεσμός, διαφθορά, εξαχρείωση … Dictionary of Greek